περιφορώ

περιφορώ
-έω, ΜΑ [περίφορος]
περιφέρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιφορητός — ή, όν, Α [περιφορώ] 1. αυτός που μπορεί να περιφέρεται, που μπορεί να μετακινείται («οἰκήματα... περιφορητά», Στράβ.) 2. εκείνος τον οποίο μεταφέρουν ξαπλωμένο σε κλίνη, ο ξακουστός για την τρυφηλή ζωή του …   Dictionary of Greek

  • περιφόρημα — τὸ, Α [περιφορώ] το έδεσμα που περιφέρεται στους συνδαιτυμόνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”